Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ



ή
Η ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Η κατεύθυνση της κίνησης, η ποσότητα της κίνησης, τα είδη της κίνησης.

Ένα λανθασμένο ερώτημα,
όσο και να το ρωτάς,
δεν απαντάει ποτέ.

Η σπουδαιότερη αναζήτηση της επιστήμης έχει τεθεί με ένα αναποτελεσματικό ερώτημα, “ποια η φύση της βαρύτητας”, εγκλωβίζοντας έτσι και αποπροσανατολίζοντας την σκέψη της για πάνω από 350 χρόνια, μακρά από την ουσία του προβλήματος και από την απάντηση του ερωτήματος. Στην πραγματικότητα δεν ξέραμε καν πώς να ρωτήσουμε τότε. Το ίδιο όμως και σήμερα.
Πιστεύω ότι το ερώτημα που δεν ετέθη και που μας οδηγεί στην συνέχεια στην αποκάλυψη της βαρύτητας είναι: “Ποια η φύση της κίνησης;”. Γιατί βαρύτητα, όπως θα δούμε, είναι απλά και μόνο το είδος της κίνησης. Εάν αλλάξει το είδος της κίνησης αυτόματα αλλάζει και το είδος της δύναμης, και από βαρυτική μπορεί να γίνει ηλεκτρική (ηλεκτρομαγνητική όπως λέμε), και αντίστροφα.
Στην αλήθεια των πραγμάτων η βαρύτητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο κυκλικός ηλεκτρομαγνητισμός. Εδώ θα προσπαθήσω να δείξω τι ακριβώς σημαίνει “κυκλικός” ηλεκτρομαγνητισμός.
Προϋπόθεση για να φτάσει κανείς σε αυτήν την διαπίστωση, είναι να κατανοήσει καλά τι πραγματικά είναι η φυγόκεντρος δύναμη, και να πάψει να την θεωρεί ψευτοδύναμη.
Το αντίθετο μάλιστα, θα πρέπει να την αφήσουμε ανενόχλητη από τις ατελέσφορες ερμηνείες του παρελθόντος να μας οδηγήσει με φρέσκια ματιά στην φύση της κίνησης, και από εκεί στην βαρύτητα. Γιατί η φυγόκεντρος μας δείχνει, πεντακάθαρα μάλιστα, την φύση της κίνησης.
Θα έλεγα δε γι’ αυτήν, πιο εμφαντικά, ότι είναι το φαινόμενο κλειδί που μας οδηγεί στην λύση του σταυρόλεξου της φύσης.
Μπορούμε επίσης να οδηγηθούμε εξίσου καλά στην φύση της κίνησης από την αντίθετη της φυγόκεντρου, την κεντρομόλο κίνηση (δύναμη), αρκεί να την διακρίνουμε από την βαρύτητα, η οποία ανεβοκατεβαίνει, ενώ αντίθετα αυτή κινείται τεχνητά κυκλικά από εμάς, ως δική μας κατασκευή, μη υπάρχουσα χωρίς εμάς στον φυσικό κόσμο. Κατανοώντας δηλαδή καλά ότι την δημιουργούμε εμείς ως τέλειο κύκλο, ο οποίος δεν υπάρχει στον κόσμο.
Η κεντρομόλος, μάλιστα, θα μπορούσε ήδη από αιώνες πριν να έχει γίνει ο προθάλαμος της βαρύτητας, δείχνοντάς μας τι δεν είναι η βαρύτητα, εάν δεν την είχαν υπονομεύσει, τόσο το επιπόλαιο πνεύμα μιας αφελούς οπτικής παρατήρησης, ενός βολικού εμπειρισμού που επεκράτησε, ο διαμελισμός της γνώσης και η έλλειψη φιλοσοφικής ματιάς, όσο και η μεταφυσική της επιστήμης, ιδίως του 20ου αιώνα.
Μία δεύτερη προϋπόθεση για να φτάσει κανείς στην φύση της βαρύτητας είναι να μην αποκόψει ποτέ την κίνηση από την δύναμή της και αντίστροφα, γιατί θα αναγκαστεί τότε να εξηγήσει κάποτε την κίνηση πιεσμένος από τα συμπαντικά φαινόμενα και τις μετρήσεις, που ως σωστές θα τον παραπλανούν όχι σαν αποτέλεσμα της δύναμής της, αλλά ως αποτέλεσμα της μορφής του χωροχρόνου, της μορφής του περιβάλλοντος, δηλαδή τις κατηφόρες της Γης και του σύμπαντος, και ιδίως αυτού. Η γνωστή θέση της γενικής σχετικότητας.
Ή, εάν ακολουθήσει τον δρόμο της Γαλιλαϊκής και Νευτώνειας λογικής, να ισχυριστεί την κλασσική παραδοξολογία ότι “ένα σώμα μπορεί να κινείται χωρίς να ασκείται σε αυτό καμία δύναμη”. Την φράση του αυτή ο Νεύτωνας δεν μπόρεσε να την εξηγήσει ποτέ, ούτε επαρκώς, ούτε ανεπαρκώς. Με αυτή την φράση αρχίζει μία βαθιά κρίση στην αντίληψή μας για τον κόσμο. Μια τραγωδία για την θεωρητική επιστημονική σκέψη, που διαρκεί μέχρι σήμερα, και κάνει τον κόσμο ακατανόητο για τον κοινό και μη κοινό νου, ημι-αχρηστεύοντας τελικά τις αισθήσεις μας.
Πιστεύω ότι, αν δεν θεωρήσουμε ακλόνητα και απαράβατα την κίνηση με την δύναμη ως ταυτόσημες και αδιαχώριστες, ως το μέγιστο φυσικό δόγμα, θα διολισθαίνουμε μεταξύ δύο παρανοήσεων, της μορφής του χωροχρόνου και της αδράνειας από την άλλη. Τίποτα δεν υφίσταται χωρίς να κινείται. Και, εφ’ όσον κινείται, έχει δύναμη. Ούτε υπάρχει καμία δύναμη ακίνητη. Όποιος παρατηρεί το αντίθετο απλώς πλανάται πλήρως.
Οφείλει δε προς τούτο να υποδείξει ένα μόνο παράδειγμα στον φυσικό κόσμο, ή, έστω, ένα μόνο πείραμα στον εργαστηριακό χώρο, όπου δύναμη και κίνηση είναι διαχωρισμένες, ανεξάρτητες, αταύτιστες και ασυγχρόνιστες.
Η απουσία τριβής, ως γνωστόν, το μεγάλο πειραματικό φαβορί των παλιών και ιδίως των σύγχρονων υπερτεχνολογιών, η οποία θα αποδείκνυε δήθεν ότι ένα σώμα μπορεί να κινείται επ’ άπειρον χωρίς να το σταματάει κάποια δύναμη (τριβή), ήταν μία μέγιστη επιστημονική ουτοπία. Κατέρρευσε, αφού δεν μπόρεσε να αποδειχθεί ποτέ, παρά τα απεγνωσμένα πειράματα που έγιναν και γίνονται καθημερινά προς τον σκοπό αυτό.
Αυτά, όμως, τα αποτυχημένα για 350 χρόνια πειράματα, ακριβώς ως αποτυχημένα μας φωνάζουν κάτι άλλο που επιμένουμε να αγνοούμε παντελώς. Μας υποδεικνύουν, τουλάχιστον, να υποπτευθούμε έναν άλλο τρόπο σκέψης, αν όχι μια τελείως άλλη διερευνητική αναζήτηση για την τριβή και την σχέση κίνησης και δύναμης.
Εμπόδιο και τις δύο αυτές περιπτώσεις (Νευτώνειο και Αϊνστάινειο) στάθηκε το φαινόμενο της αδράνειας. “Πάν σώμα συνεχίζει να διατηρεί την κινητική του κατάσταση της ηρεμίας ή της ευθυγράμμου και ομαλής κινήσεως, εφ’ όσον δεν ενεργεί καμία δύναμη επ’ αυτού”.
Κατά την δική μου αντίληψη αυτή η διατύπωση είναι ένας επιστημονικός χρησμός. Ό,τι καταλάβει ο καθένας. Βασίζεται σε μία φαινομενολογία μόνο του κόσμου, και σε έναν αποκομμένο αντιληπτικό και πειραματικό εμπειρισμό, που τελικά εξαπατά. Αρχικά μάλιστα ο Νεύτων, όταν πρωτοσυντάσσει την πρότασή του, ομιλεί καθαρά περί ακινησίας. “Κάθε σώμα διατηρεί την κατάσταση ακινησίας…”. Αργότερα οι φυσικοί κατανοούν το άτοπο και αναγκάζονται να διαμορφώσουν “την ακινησία” σε “κινητική κατάσταση ηρεμίας”. Αλλά το άτοπο έγινε τώρα χειρότερο, έγινε μία νοηματική και γλωσσική ασάφεια πρώτου μεγέθους. Τι σημαίνει, ρωτούν οι μαθητές και οι φοιτητές, “κινητική κατάσταση ηρεμίας”; Ποτέ δεν τους λέμε ότι αυτό σημαίνει ακινησία ή κίνηση. Γιατί το πρώτο είναι αντιπραγματικό, ενώ το δεύτερο πάλι το ίδιο, αφού το σώμα δεν βλέπουμε να αλλάζει θέση και να κινείται. Αλλά δεν είμαστε σίγουροι ούτε για το πρώτο, ούτε για το δεύτερο. Μιλάμε ίσως κάποτε για την εσωτερική κίνηση του σώματος, γενικά. Δεν ορίζουμε, όμως, τίποτα πιο συγκεκριμένο γι’ αυτήν, μια και είναι το κατ’ εξοχήν θέμα που αγνοούμε. Έτσι ζει μέχρι σήμερα ο ορισμός της αδράνειας, μέσα στην ασάφεια.
Με άλλα λόγια, για να είναι σαφέστερο στην ανάγνωση, η φιλοσοφία της φυσικής, ανομολόγητα και ομολογημένα ταυτόχρονα, από τις άμεσες λογικές των πειραμάτων της, λέει: πως άλλοτε ένα σώμα κινείται χωρίς καμία δύναμη να επιδρά επ’ αυτού, και άλλοτε ένα σώμα δεν κινείται, χωρίς πάλι καμία δύναμη να επιδρά επ’ αυτού και να το κρατά στάσιμο.
Εν τούτοις, υποχρεωτικά, παραδέχεται συγχρόνως και το ακριβώς αντίθετό τους, αφού άλλες φορές ένα σώμα για να κινηθεί χρειάζεται κάποια δύναμη, καθώς επίσης και κάποιες άλλες φορές χρειάζεται κάποια δύναμη να το σταματήσει. Χωρίς να έχει ορίσει ακόμη πότε συμβαίνει το ένα και πότε το άλλο, και ιδίως γιατί.
Το δε επιπλέον παράδοξο, που όφειλε να μας υποψιάσει, είναι ότι, ενώ ένα σώμα κινείται χωρίς καμία δύναμη να το κινεί, εν τούτοις αυτό το ίδιο το σώμα στην πορεία του (κίνησή του) είναι μία δύναμη το ίδιο, και παράγει μια δύναμη τόσο ως προς τον εαυτό του όσο και ως προς τα άλλα σώματα γύρω του, αφού τα επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα, ώστε κανείς να αναρωτιέται από πού εμφανίζονται ξαφνικά αυτές οι δυνάμεις που κινούνται χωρίς δυνάμεις. Εξίσου και όταν το σώμα παραμένει “ακίνητο”, πώς παράγει αυτό το ίδιο το “ακίνητο” δυνάμεις, και μεταφέρει δυνάμεις. Πλήρης σύγχυση. Πνευματικό και γνωστικό αδιέξοδο.
Αφού, λοιπόν, τα πράγματα κινούνται ή δεν κινούνται χωρίς καθόλου συμμετοχή κάποιας δύναμης, σε τι χρησιμεύει η δύναμη και πώς επιπλέον σκεφθήκαμε να την δημιουργήσουμε στην σκέψη μας; Πού την διαπιστώσαμε και την αποδεχθήκαμε σαν φυσικό μέγεθος και μαθηματικό στην συνέχεια, στην κίνηση ή στην ακινησία; Ή ο κόσμος δεν κινείται ή δεν υπάρχει δύναμις. Ή, πάλι, ο κόσμος κινείται και δεν υπάρχει δύναμις να τον κινήσει.
Αντίθετα, όμως, όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια, ένα σώμα μπορεί να βρίσκεται σε “κατάσταση ηρεμίας” (“ακίνητο”), μόνο και μόνο, επαναλαμβάνω μόνο και μόνο, γιατί ακριβώς κάποιες δυνάμεις του επιβάλλουν αυτή την φαινομενική ακινησία. Για την ακρίβεια, κάποια συγκεκριμένη διάταξη δυνάμεων. Εξίσου, μία άλλη πάλι διάταξη δυνάμεων αναγκάζει το σώμα να κινείται ευθύγραμμα ομαλά, όπως θα δούμε και εδώ.
Αλλά ήδη η λέξη “αδράνεια”, που επελέγη για να εκφραστούν όλα αυτά τα περίπλοκα και αντιφατικά φαινόμενα, είναι μία ύποπτη λέξη νοηματικά και εννοιολογικά, είναι μία σαθρή γλωσσική επιλογή, που μόνο σύγχυση φέρνει, αφού δηλώνει εκ των προτέρων την πλήρη αμφισημία που δηλώνει η λέξη αυτή, τον μη ακριβή ορισμό των πραγμάτων, αντίθετα από ό,τι απαιτεί η αυστηρή επιστήμη. Στην πραγματικότητα, η λέξη “αδράνεια” δηλώνει ακριβώς την άγνοιά μας για το φαινόμενο και τίποτα περισσότερο. Ένα λεκτικό σωσίβιο του 17ου αιώνα, που χρησιμοποιείται, αν και διάτρητο, από τις νέες ανακαλύψεις της επιστήμης έως σήμερα.
Έτσι ο 2ος και ο 3ος νόμος του Νεύτωνα, που βασίζονται στον 1ο της αδράνειας, είναι μετέωροι. Δεν ακουμπάνε πουθενά. Βασίζονται, δηλαδή, σε μία θεωρητική υποστήριξη ανύπαρκτη, παράλογη, και επιπλέον αναπόδεικτη, αφού βέβαια τα πράγματα (2ος και 3ος) πρέπει καλώς να εξηγηθούν και να σταθούν στα πόδια τους θεωρητικά. Αποτέλεσμα, η ορθότητα του 2ου και του 3ου νόμου δεν αντιστοιχεί στον 1ο. Αποδεικνύουν τον εαυτό τους, όμως δεν δείχνουν για ποιόν λόγο γίνεται αυτό.
Ο Αϊνστάιν, υποπτευόμενος αυτό το κενό, κατανοώντας και μη κατανοώντας καλώς αυτό το κενό, επιχειρεί να αντικαταστήσει όχι τον 1ο νόμο της αδράνειας, που έχει πρόβλημα (γι’ αυτό και τον αφήνει ανέγγιχτο), αλλά τον 3ο της παγκόσμιας έλξης, με την γενική σχετικότητα, αποδίδοντας δηλαδή ως αιτία της κίνησης την μορφή του χωροχρόνου, την οποία όμως κίνηση και αυτός αποδέχεται αποκομμένη από την δύναμη. Κομφούζιο.
Η επιστήμη δεν έλεγξε βαθιά (και συγχωρέστε με για το θράσος μου) ένα απλό φαινόμενο: μία μπάλα που κινείται “μόνη” της στην κατηφόρα. Κατέληξε, έτσι, να πει ότι κινείται χωρίς καμία δύναμη να την κινεί. Έτσι απέκοψε την κίνηση από την δύναμη. Στην πραγματικότητα απλά δεν υπήρχε ορατή δύναμη. Τίποτα δεν κινείται χωρίς δύναμη, αδιάφορο πού είναι κρυμμένη.
Η μπάλα κινείται προς την κατηφόρα όχι λόγω κατηφόρας, αλλά μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν δυνάμεις ισχυρότερες προς την κατεύθυνση της κατηφόρας από ό,τι προς την κατεύθυνση της ανηφόρας. Η ποσότητα ύλης στην βάση ενός βουνού είναι καταφανώς μεγαλύτερη από την ποσότητα ύλης στην κορυφή του βουνού. Πόσο μάλλον πέραν της κορυφής, όπου η πύκνωση των δυνάμεων αραιώνεται δραματικά και γίνεται αραιότερη, δηλαδή ασθενέστερη. Η ύλη και η ενέργεια είναι δυνάμεις πυκνωμένες και αραιωμένες. Η κατεύθυνση των δυνάμεων δίνει την απάντηση.
Αυτό που εξαπάτησε είναι ότι ταυτίζονται οι αόρατες δυνάμεις με την ορατή κατηφόρα. Εμείς είδαμε μόνο την κατηφόρα, χωρίς καθόλου τις συσσωρευμένες δυνάμεις στην βάση της κατηφόρας και την κατεύθυνσή τους. Έτσι, επιλέξαμε αυτό το ανεκδιήγητο: “ένα σώμα κινείται χωρίς καμία δύναμη να επιδρά επ’ αυτού”. Οι δυνάμεις, και όσο πυκνώνονται, δίνουν μορφή, εικόνα για μάς στα πράγματα. Απουσία (κάτι αδύνατο) δύναμης = απουσία μορφής. Ούτε να το διανοηθούμε ότι μπορεί να κινείται κάτι χωρίς δύναμη. Ένα καλό βοηθητικό ερώτημα εδώ είναι να σκεφτούμε τι είναι η κατηφόρα. Τι δημιουργεί την κατηφόρα, ποια είναι η δομή αυτού του δημιουργήματος. Και τέλος, για να κατανοήσουμε πλήρως αυτό το θέμα, θα πρέπει να ρωτήσουμε και αντίθετα: Αφού το σώμα κινείται προς την κατηφόρα χωρίς δυνάμεις να το κινούν, τότε γιατί δεν κινείται και προς την ανηφόρα χωρίς δυνάμεις, όπου εκεί μας χρειάζονται; Προς τι αυτό το παράδοξο, αυτό το ανεξήγητο; Ποιος ο λόγος να συμβαίνει κάτι τέτοιο και να μην κινούνται αμφίδρομα τα πράγματα; Θα πρέπει τότε να επισημάνουμε αυτό το ανεξήγητο, δηλώνοντας τουλάχιστον την άγνοιά μας και λέγοντας ότι: Η μορφή του χωροχρόνου κινεί τα σώματα μόνο προς τα κάτω (;) και ποτέ προς τα επάνω. Προς τα κάτω βέβαια, πού;
Θεωρώ ότι πρέπει να διεμβολίσουμε συντριπτικά, θεωρητικά και εργαστηριακά, αυτό το φαντασιόπληκτο διήγημα περί αδράνειας, μέσα από στοιχειώδη και κοινά αποδεκτά από όλους μας ορθολογικά ερωτήματα, που θα έθετε ένας πρωτοετής φοιτητής της φυσικής, εάν δεν ήταν ήδη προπαγανδισμένο το μυαλό του μακριά από αυτά.
Σπεύδω δε, να αναφέρω ότι ο μόνος τρόπος να διατηρήσουμε τον ορισμό της αδράνειας, για να συνεννοούμαστε, αν δεν τον αλλάξουμε για ιστορικούς, κανονιστικούς, χρηστικούς και βιβλιακούς λόγους, είναι να προσθέσουμε τουλάχιστον την λέξη “ορατή” κίνηση και “ορατή” δύναμη ανάλογα. Θα διατηρήσω έτσι τον όρο, με την προσθετική διευκρίνιση, και θα προσπαθήσω να διερευνήσω, με την ματιά που προτείνω, την ταύτιση κίνησης και δύναμης.
Τι από όλα αυτά συμβαίνει πραγματικά; Τι είναι τελικά η αδράνεια;
Αντίθετα, αδράνεια είναι η φύση των πραγμάτων να κινούνται και όχι να μην κινούνται. Να κινούνται, όμως, μέσα στην φύση τους και όχι έξω από αυτήν. Και η φύση τους είναι άλλοτε η κυκλική κίνηση και άλλοτε η ευθύγραμμη.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι αδράνεια είναι η κυκλική κίνηση.
Θεωρώ, επίσης, ότι αδράνεια είναι εξίσου και η ευθύγραμμη κίνηση. Θεωρώ, δηλαδή, σαφώς δύο αδράνειες και όχι μία. Για την ακρίβεια, αδράνεια είναι η αντίσταση της κίνησης στην αλλαγή κατεύθυνσής της. Αντίσταση της κίνησης στην κίνηση, δηλαδή σε μία άλλη κίνηση.
Η αντίσταση της κυκλικής κίνησης να ξεκαμπυλωθεί, με αποτέλεσμα και φαινόμενο την κεντρομόλο αδράνεια, την κυκλική αδράνεια των σωμάτων.
Η αντίσταση της ευθύγραμμης να καμπυλωθεί, με φαινόμενο και αποτέλεσμα την φυγόκεντρο αδράνεια, την ευθύγραμμη αδράνεια. Θα πρέπει να ομιλούμε, πλέον, με σαφήνεια περί ευθύγραμμης δύναμης και κυκλικής δύναμης, και όχι απλώς περί ευθύγραμμης κίνησης ή κυκλικής κίνησης. Περί άλλης κατεύθυνσης της κίνησης. Η δύναμη έχει πάντα κατεύθυνση. Νομίζω, έτσι ξεκαθαρίζει το τοπίο. Θα πρέπει ακόμα να κάνουμε σαφές στην αντίληψή μας ότι κάθε κίνηση είναι ένα άλλο σύστημα, αρχίζοντας από τα δύο πρώτα και κύρια είδη συστημάτων, το σύστημα της κυκλικής κίνησης ή κυκλικό και καμπύλο, και το σύστημα της ευθύγραμμης κίνησης ή ευθύγραμμο.
Όλα τα υλικά σώματα, αλλά και τα ενεργειακά πεδία, ανήκουν σε ένα από τα δύο αυτά συστήματα κίνησης. Τα υλικά στην κυκλική, τα ενεργειακά στην ευθύγραμμη. Σύστημα σημαίνει κίνηση και αντίστροφα. Δύναμη σημαίνει σύστημα κυκλικό ή ευθύγραμμο. Δύναμη δεν σημαίνει μόνο κίνηση και σύστημα, αλλά απαράβατα ταυτόχρονα κατεύθυνση δύναμης, κατεύθυνση συστήματος, όπως θα πρέπει νομίζω να λέμε.
Επομένως, κάθε φορά που συγκρούονται δύο δυνάμεις, όπως λέμε, συγκρούονται επί της ουσίας δύο διαφορετικές κινήσεις. Δύο κινήσεις με διαφορετική κατεύθυνση. Συγκρούονται δύο κατευθύνσεις. Ή είναι δύο ευθύγραμμες μεταξύ τους ή είναι δύο κυκλικές ή μία και μία.
Η μέγιστη σύγκρουση που μπορούμε να έχουμε είναι μεταξύ κυκλικής δύναμης και ευθύγραμμης δύναμης. Η περίπτωση της μέγιστης καμπύλωσης του φωτός (ευθύγραμμη κίνηση) από την μαύρη τρύπα (κυκλική). Τότε γεννάται το φαινόμενο της αδράνειας. Εδώ ακριβώς έχουμε την μέγιστη δυνατή αδράνεια. Όταν καλούνται δύο αντίθετες κινήσεις να αλλάξουν την κατεύθυνσή τους, να αλλάξουν την φύση τους. Αντιστέκονται η μία στην άλλη. Το αποτέλεσμα δεν μας ενδιαφέρει εδώ, εξαρτάται απλά από την ποσότητα της κίνησης, από την ποσότητα της δύναμης, ποία θα επικρατήσει. Δηλαδή από τα βάρη των σωμάτων. Βάρος δεν σημαίνει βάρος όπως το εννοούμε. Κάτι τέτοιο πρέπει να το ξεχάσουμε. Βάρος σημαίνει κίνηση σε κάθε περίπτωση. Σημαίνει ποσότητα κίνησης, πυκνωμένη κίνηση. Σημαίνει ποσότητα δύναμης, ποσότητα της κατεύθυνσης τη δύναμης. Βάρος σημαίνει κίνηση καθαρά και ξάστερα. Τα βάρη κινούνται πάντα, είτε εμείς τα βλέπουμε, είτε όχι. Θα επικρατήσει στην σύγκρουση δύο κινήσεων, δύο δυνάμεων, η κατεύθυνση εκείνη που έχει το περισσότερο βάρος, την περισσότερη ποσότητα κίνησης, την περισσότερη ποσότητα δύναμης. Το βάρος ισούται με την δύναμη και εξαρτάται από την κατεύθυνση της κίνησης-δύναμης, όπως και την εξαρτά αυτή την κατεύθυνση. Την διατηρεί ή την αλλάζει. Κίνηση, δύναμη και βάρος είναι ένα και το αυτό, ταυτόχρονα και διαρκώς.
Όμως, η κατεύθυνση της δύναμης, η κατεύθυνση της κίνησης, δεν αλλάζει εύκολα και αυτό μας εξαπατά. Η κατεύθυνση της κίνησης-δύναμης, η κατεύθυνση του κινούμενου βάρους, η κατεύθυνση της αδράνειας δηλαδή, η κατεύθυνση της κυκλικής ή ευθύγραμμης δύναμης, σημαίνει επί της ουσίας και απαιτεί τεράστια δύναμη για να αλλάξει, για να αποαδρανοποιηθεί, για να μεταπηδήσει από την μία αδράνεια στην άλλη (γιατί κανένα σώμα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς καθόλου αδράνεια), για να αλλάξει κινητική φύση, κατεύθυνση κινητική, όπως η διάσπαση του κυκλικού ατόμου και των πυρήνων (για την κυκλική δύναμη), ή το ακριβώς αντίθετο, η καμπύλωση του φωτός από τον μαγνητισμό ή την βαρύτητα (για την ευθύγραμμη κίνηση). Αδράνεια σημαίνει φύση της κίνησης. Κίνηση χωρίς αδράνεια δεν υπάρχει. Η ακριβής μάλιστα μετάφραση της αδράνειας είναι η λέξη “αντίσταση”, ή “κατεύθυνση”.
Αυτό έχει ως αντιληπτικό αποτέλεσμα για μάς να προσχωρεί βίαια (όμως φαινομενικά, αν και πραγματικά) μία κυκλική κίνηση στην ευθύγραμμη, χωρίς όμως να απωλέσει την φύση της, την αδράνειά της, την αντίστασή της, την κυκλική κατεύθυνση της κίνησής της, και είναι ακριβώς αυτό που εμείς δεν βλέπουμε. Έτσι, μία κυκλική κίνηση, ένα σώμα, μία μπάλα, μία πέτρα, ένα άτομο, προσχωρεί βίαια στην ευθύγραμμη δύναμη που της επιβάλλεται (όταν κινούμε εμείς, για παράδειγμα, ευθύγραμμα μία μπάλα, ένα στρογγυλό αντικείμενο), συνεχίζει όμως να διατηρεί ανέπαφη την δική της αδράνεια, την δική της κυκλική κίνηση, με αποτέλεσμα να γεννιέται μία “τρίτη” μικτή κίνηση, ευθύγραμμη και κυκλική ταυτόχρονα. Και αυτό μπερδεύει τα μέγιστα.
Για να προσχωρήσει πλήρως στην κυκλική μία ευθύγραμμη χρειάζεται ο μαγνητισμός ή η βαρύτητα, να κυκλοποιήσουν την ευθύγραμμη. Ή, για να προσχωρήσει στην ευθύγραμμη η κυκλική κίνηση χρειάζεται η διάσπαση του ατόμου υποχρεωτικά. Άρα έχουμε δύο μόνο αδράνειες, αλλά τρεις κινήσεις, σαν αποτέλεσμα των βίαιων συγκρούσεων της κίνησης με την κίνηση άλλης κατεύθυνσης. Την ευθύγραμμη, την κυκλική και την μικτή καμπυλοευθύγραμμη κίνηση.
Για να μην μας μπερδεύει η απλή αρχική οπτική παρατήρηση θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι πάν σώμα, αρχίζοντας από τα ελάχιστα υποατομικά σωματίδια, διαθέτει μία μόνο αποκλειστικά κίνηση, την δική του αυτόνομη κίνηση με την κατεύθυνσή της, μέσα από την οποία υπάρχει και κινείται, είτε αυτή είναι ευθύγραμμη είτε κυκλική. Την ίδια στιγμή, όμως, “διαθέτει” και μία το ελάχιστο έως πολλές άλλες ετερόνομες κινήσεις, που του επιβάλλονται από τις άλλες δυνάμεις, από τις άλλες κινήσεις, με τις οποίες έρχεται σε επαφή μέσα στον υπόλοιπο κόσμο. Το αποτέλεσμα είναι να κινείται από την φύση του κυκλικά ή ευθύγραμμα, όπως είπαμε, με την φυσική του αντίσταση, αδράνεια, στις άλλες κινήσεις, και συγχρόνως να προσχωρεί ή όχι ανάλογα και σε μικτές καμπυλοευθύγραμμες κινήσεις.
Αυτόνομη και ετερόνομη κίνηση. Αυτό πιστεύω είναι το κλειδί της κατανόησης. Το ποια είναι η αρχική φύση της κίνησης των σωμάτων θα το δούμε στην συνέχεια.
Αυτά, όμως, αναδεικνύουν τον παραλογισμό της τριβής, η οποία όχι μόνο εγκαταστάθηκε και επιβλήθηκε στην λογική της φυσικής, αλλά λειτουργεί ως μία “επιστημονική σταθερά”, ως λύση απελπισίας, λέγοντας το εξωπραγματικό ότι: αν εξουδετερώσουμε την τριβή, τότε ένα σώμα μπορεί να κινείται χωρίς να ασκείται σε αυτό καμία δύναμη. Η “λογική” δηλαδή της τριβής έχει αποκλείσει σαν αιτία αυτής της κίνησης να είναι η αυτοδύναμη, η αυτοκίνηση του σώματος. Το σώμα είναι νεκρό. Ανύπαρκτο, κι όμως υπάρχει.
Το “κινείται κάτι χωρίς δύναμη” χωρίς την αυτοδύναμή του έστω, αν όχι τις άλλες δυνάμεις γύρω του, σημαίνει την αποθέωση της μεταφυσικής στην επιστήμη. Κάποιος κρυμμένος καλά, έξω από την φύση, κινεί τα πράγματα. Ας αφήσουμε που στον πραγματικό κόσμο, για να εξαλείψουμε την τριβή, σημαίνει να αφαιρέσουμε όλες τις άπειρες άλλες κινήσεις-δυνάμεις του σύμπαντος. Να αφαιρέσουμε όλο το υπάρχον, εκτός ενός. Να μείνει μόνο αυτό το σώμα που πειραματιζόμαστε, ώστε να μην μπορεί να συναντήσει άλλες κινήσεις και να συγκρουστεί μαζί τους. Σημαίνει ακόμα την προσφιλή ευκολία πολλών φυσικών να εισαγάγουν και να θεωρήσουν το απόλυτο κενό στο σύμπαν, ώστε να μην αντιστέκεται, να μην τρίβεται τίποτα πάνω στο σώμα και το σταματά.
Και, επί της ουσίας, τριβή σημαίνει δύναμη και τίποτα άλλο. Άλλη δύναμη, άλλη κίνηση, ή είναι αυτή η βαρύτητα ή ο μαγνητισμός που επεμβαίνουν και σταματούν την ευθύγραμμη ομαλή κίνηση του κάθε σώματος, ή ακόμα άλλη παράπλευρη και άλλης κατεύθυνσης ευθύγραμμη επίσης κίνηση, αν όχι κυκλική δηλαδή, ένα άλλο σώμα.
Τέλος, θα ήθελα να επιστήσω πλεονεκτικά την προσοχή μας σε ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός, που μας παραπλανά, λόγω της προστατευτικής αναγκαστικής δομής του εγκεφάλου μας, που δίνει προτεραιότητα αντίληψης στην ευθύγραμμη κίνηση εις βάρος της κυκλικής.
Ό,τι κινείται ευθύγραμμα, ομαλά ή μη, φαίνεται αμέσως. Ενώ, ό,τι κινείται κυκλικά δεν πέφτει στην αντίληψή μας. Και, από ό,τι φάνηκε, όχι μόνο άμεσα, αλλά ούτε έμμεσα. Η κυκλική κίνηση προσδίδει την δήθεν ακινησία στα σώματα. Και κυκλική κίνηση διαθέτουν όλα τα σώματα, από το πρωτόνιο ήδη, και το νετρόνιο. Αντίθετα, η ευθύγραμμη κίνηση είναι πάντα εύκολα ορατή και αντιληπτή λογικά, τόσο όταν συμβαίνει σε μάς (όταν κινούμαστε), όσο και όταν συμβαίνει έξω από μάς, στον χώρο της παρατήρησης. Ό,τι βλέπουμε ακίνητο, αδιάφορο σχήματος, από τα μικρά έως τα μεγάλα αντικείμενα γύρω μας, κινείται ακατάπαυστα κυκλικά, και μάλιστα από Βορρά προς Νότο, όπως θα δείξω στην συνέχεια.
Μετά από όλα αυτά, μπορούμε να ρωτήσουμε αποτελεσματικά τι είναι η βαρύτητα. Βαρύτητα είναι η κατεύθυνση της κίνησης. Προς τα πού πάει, προς τα πού κατευθύνεται αυτή η κίνηση, “επάνω”, “κάτω”, “δεξιά”, “αριστερά”, και γιατί. Θα πρέπει τώρα να μάθουμε αυτό το πού και αυτό το γιατί. Όμως δεν αρκεί, πρέπει να βάλουμε στο παιχνίδι και το είδος της κίνησης, εάν είναι ευθύγραμμη ή κυκλική. Αλλά τότε θα διαπιστώσουμε ότι και πάλι δεν αρκεί. Θα πρέπει να προσθέσουμε και την ποσότητα της κίνησης, την ακριβή συνταγή που τα επιτυγχάνει όλα αυτά, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.


Πρωτόνιο, Νετρόνιο.
Το νετρόνιο είναι ο μικρότερος μαγνήτης του σύμπαντος. Πριν από αυτό δεν υπάρχει πουθενά μαγνητισμός και μαγνήτης. Το ίδιο και το πρωτόνιο. Με μία όμως κολοσσιαία διαφορά μεταξύ τους. Το νετρόνιο είναι ένας κλειστός μαγνήτης, ενώ το πρωτόνιο ένας ανοικτός μαγνήτης. Κλειστός δε μαγνήτης σημαίνει μόνο μαγνήτης. Ανοικτός, όμως, σημαίνει βαρύτητα και όχι πλέον μόνο μαγνήτης. Γι’ αυτό, ως ανοικτός από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του, το πρωτόνιο συλλαμβάνει και καμπυλώνει γύρω του το διερχόμενο ηλεκτρόνιο με την πολλαπλάσια δύναμή του. Εκτρέπει την ευθύγραμμη κατεύθυνση του ηλεκτρονίου και το παίρνει βίαια προς την δική του κυκλική κατεύθυνση, ενώ αυτό, αντιστεκόμενο, αναγκάζεται από ευθύγραμμα να κινείται πλέον κυκλικά γύρω από το πρωτόνιο, γεννώντας έτσι την τροχιά. Το πρωτόνιο είναι η ελάχιστη δυνατή βαρυτική δύναμη του σύμπαντος.
Κάτι που δεν μπορεί να κάνει το νετρόνιο. Και τούτο γιατί, λόγω της δομής του, καταφέρνει να είναι μόνο ένας κύκλος κλειστός. Ένα κλειστό σύστημα. Τα 3 κουάρκ, που το αποτελούν, αλληλοεξουδετερώνουν την δύναμη και το φορτίο τους, καθιστώντας ουδέτερο, όπως λέμε, το νετρόνιο, χωρίς να υπερισχύει η επάνω κίνηση ή η κάτω κίνηση των κουάρκ, αφού τα 2 προς τα κάτω κινούμενα έχουν συνολικό φορτίο (-1/3) + (-1/3) = -2/3. Το δε κουάρκ προς τα πάνω κινούμενο έχει φορτίο ηλεκτρικό +2/3. Αυτό υποχρεώνει και καθιστά το νετρόνιο έναν κλειστό κύκλο, έναν αμιγή μαγνητικό κύκλο. Αυτός είναι ο φυσικός τεχνικοποσοτικός λόγος που το νετρόνιο δεν μπορεί να συλλάβει ηλεκτρόνιο, που δεν μπορεί να είναι «πρωτόνιο», και από μαγνητικό σωματίδιο να γίνει βαρυτικό. Γι’ αυτό έχουμε αστέρες νετρονίων, όχι όμως και πρωτονίων.
Αντίθετα, το πρωτόνιο διαθέτει περίσσευμα δυνάμεων, έτσι ώστε, αφενός επιτυγχάνει την κυκλική του κίνηση όπως το νετρόνιο, την δημιουργία δηλαδή μαγνήτη, αφετέρου διαθέτει αυτό το περίσσευμα για να τρυπά τον κύκλο του προς τα επάνω, να βγαίνει έξω από αυτόν και να συλλαμβάνει το τυχόν διερχόμενο ηλεκτρόνιο και να το κυκλώνει γύρω του, δημιουργώντας την βαρύτητα. Τα 2 κουάρκ επάνω, όπως ξέρουμε, διαθέτουν συνολικό φορτίο (+2/3) + (+2/3) = +4/3 μείον (-1/3) του τρίτου κουάρκ κάτω, αποτέλεσμα, μία ολόκληρη μονάδα δύναμης, δηλαδή φορτίου (γιατί φορτίο σημαίνει κατεύθυνση κινούμενης ποσότητας δύναμης), ελεύθερη έξω από τον κύκλο του πρωτονίου, να συλλαμβάνει ηλεκτρόνια. Να συλλαμβάνει δηλαδή ευθύγραμμη κίνηση, ευθυγραμμοκινούμενες δυνάμεις. Γι’ αυτό ο Βόρειος πόλος είναι πιο ισχυρός από τον Νότιο, και έλκει την μαγνητική βελόνα πάνω του. Κάτι που δεν συμβαίνει με το νετρόνιο. Εάν βάλουμε μία μαγνητική βελόνα σε έναν πλανήτη νετρονίων, δεν θα δείχνει ούτε τον Βόρειο ούτε τον Νότιο πόλο, αφού η ισχύς τους είναι μοιρασμένη και ισοδύναμη. Για την ακρίβεια θα γυρίζει συνέχεια κυκλικά από τον έναν πόλο στον άλλον. Έτσι, με το ξεκαθάρισμα της θεωρίας, οδηγηθήκαμε τώρα όχι μόνο στην αρχιτεκτονική της βαρύτητας, αλλά και στην ποσοτική της απαίτηση.
Ας το δούμε όλο αυτό μέσα από το παράδειγμα του χαρταετού. Το χέρι μας που κρατά τον σπάγκο είναι το πρωτόνιο. Ο σπάγκος είναι η κίνηση (δύναμη) προς τα επάνω των 2 κουάρκ (επάνω), που βγαίνει έξω από το πρωτόνιο, από το χέρι μας, η αποδεδειγμένη πια προέκτασή του, και το ηλεκτρόνιο είναι ο χαρταετός, με κίνηση κάθετη ευθύγραμμη προς τον σπάγκο και το χέρι μας.
Το βάρος, το κινούμενο βάρος της μάζας του χεριού μας (πρωτονίου) είναι Mp = 1,673 x 10-27 kg. Η δύναμη δηλαδή του πρωτονίου. Η δύναμη, τώρα, του χαρταετού, του ηλεκτρονίου, που κυκλοφορεί απέναντι είναι Me = 9,110 x 10-31¹ kg. Δηλαδή, μικρότερη δύναμη από του χεριού μας, του πρωτονίου. Η διαφορά τους, ο αριθμητικός λόγος τους, όπως γνωρίζουμε, είναι 1.836 kg. Αν υπολογίσουμε και το σχοινί μας, το r, τότε έχουμε:
F = = . Αυτή είναι η δύναμη της κυκλικής κίνησης της βαρύτητας.
Αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η ελάχιστη αναγκαία τιμή (δύναμη – ποσότητα κατεύθυνσης κίνησης) που χρειάζεται για να δημιουργηθεί η βαρύτητα, για να καμπυλωθεί και κυκλοποιηθεί το ευθύγραμμα κινούμενο ηλεκτρόνιο, είναι 1.836 φορές μεγαλύτερη από την δύναμη του ηλεκτρονίου. Και δεύτερον -και ως προϋπόθεση βέβαια- ότι χρειάζονται και οι δύο δυνάμεις, και οι δύο κινήσεις του σύμπαντος, η κυκλική ανοιχτή μαγνητική του πρωτονίου και η ευθύγραμμη του ηλεκτρονίου, για να έχουμε το αποτέλεσμα της βαρύτητας. Και αφού σήμερα γνωρίζουμε ότι το 98% της ύλης αποτελείται από υδρογόνο, αυτό σημαίνει ότι το 98% της ύλης είναι βαρύτητα. Το δε υπόλοιπο 2%, που αποτελείται από ήλιον και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, σημαίνει απλά ότι και αυτό είναι βαρύτητα και μόνο.
Αυτό που διαφέρει είναι η βαρυτική δύναμη κάθε στοιχείου, όπως τα γνωρίζουμε από τον περιοδικό πίνακα του Μεντελέγιεφ και των βελτιώσεών του. Έτσι, το ήλιο για παράδειγμα ασκεί μεγαλύτερη βαρυτική έλξη από το πρωτόνιο, όπως και το άτομο του σιδήρου από το πρωτόνιο. Και, επομένως, έχουμε, εκτός από την κύρια εξίσωση της βαρύτητας που αναγράψαμε, τόσες εξισώσεις όσα είναι τα στοιχεία. Ανάλογα με τα πρωτόνια και νετρόνια που διαθέτουν στον πυρήνα τους και, επίσης, ανάλογα με τα ηλεκτρόνια που έχουν συλλάβει και καμπυλώσει γύρω από τον πυρήνα τους.
Οι, δε, λεγόμενες πυρηνικές δυνάμεις, δεν είναι και αυτές παρά βαρυτικές, δηλαδή ανοιχτές κυκλικές μαγνητικές, ή κλειστές μαγνητικές μόνον στην περίπτωση του νετρονίου. Οι, δε, ασθενείς πυρηνικές δυνάμεις είναι ασθενείς βαρυτικές ή αλλιώς ασθενείς ανοιχτές κυκλικές ηλεκτρομαγνητικές, που σημαίνει ότι περισσότερα ηλεκτρόνια από όσα αντέχουν, πέραν δηλαδή της ελάχιστης αναγκαίας βαρυτικής τιμής του πρωτονίου (υδρογόνου) 1.836 kg, που εξασφαλίζει την βαρυτική σταθερότητα στο άτομο του στοιχείου. Αποτέλεσμα, να χάνουν συχνά και εύκολα ηλεκτρόνια, γιατί δεν αντέχει να τα κρατήσει γύρω του ο πυρήνας.
Τέλος, φαίνεται καθαρά πια γιατί οι αστέρες νετρονίων και τα άλλα τέτοια ομοειδή άστρα συντρίβονται από το βάρος τους (την δύναμή τους), και σαφώς όχι από την βαρύτητά τους.
Αντίθετα, η έλλειψη βαρύτητας, η έλλειψη προστατευτικών κυκλωμένων ηλεκτρονίων γύρω τους, έλλειψη δηλαδή αντίθετων δυνάμεων και αντίθετων κινήσεων γύρω από τον πυρήνα, επιτρέπει την σύνθλιψη των κλειστών νετρονίων, με συνέπεια την μέγιστη πύκνωσή τους στον χώρο. Λέμε ότι η ηλικία των άστρων είναι η διάρκεια που χρειάζονται να κάψουν το υδρογόνο τους. Δηλαδή, να τους τελειώσουν τα προστατευτικά ηλεκτρόνια γύρω από τον πυρήνα. Να τους τελειώσει η βαρύτητά τους.


Ας δούμε τώρα βαθύτερα μέσα στα πρωτόνια και νετρόνια, βαθύτερα ουσιαστικά, όπως θα διαπιστώσουμε, στην “λογική” της κίνησης, γιατί αυτή και μόνο κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά την διάταξη των κουάρκ μέσα στα πρωτόνια και νετρόνια, όπως μας υποδεικνύουν οι χάρτες της κβαντομηχανικής, θα του γεννηθούν αρκετά αποκαλυπτικά ερωτήματα. Ένα τέτοιο, κυρίαρχο αυτής της παρατήρησης, είναι: πώς, ενώ αυτά κινούνται ευθύγραμμα επάνω ή κάτω, επιτυγχάνουν τελικά μία κυκλική κίνηση. Και πράγματι έτσι συμβαίνει. Η κυκλική κίνηση, επί της ουσίας, δεν υπάρχει από μόνη της. Ως αυτόνομη τέτοια μέσα στο σύμπαν. Γεννιέται, κυριολεκτικά, από την ευθύγραμμη. Είναι το αποτέλεσμα δύο ευθύγραμμων, αλλά παράλληλων και αντίθετων μεταξύ τους ευθύγραμμων κινήσεων. Και είναι πράγματι αποκαλυπτικό κάτι τέτοιο, γιατί αναδύει την ξεχασμένη, για πολλούς αιώνες, κίνηση και την κατεύθυνσή της. Όλο, μα όλο, το συμπαντικό παιχνίδι, τελικά, το παίζει η κατεύθυνση της κίνησης. Δύο παράλληλες και αντίθετες κινήσεις και με την ίδια ταχύτητα κινούμενες δημιουργούν την κυκλική κίνηση. Δύο αντίθετες κινήσεις τείνουν σε κύκλο. Τρεις τον επιτυγχάνουν. Επί της ουσίας είναι αυτό που λέμε: τα αντίθετα έλκονται, αλλά ως φαινόμενο και μόνο είναι οι αντίθετης κατεύθυνσης κινήσεις. Ας το φανταστούμε κάπως σαν τον ιμάντα της μηχανής του αυτοκινήτου. Αν δεν το προσέξουμε τώρα, βάσει των σχεδιαγραμμάτων που μας δίνουν οι επιταχυντές σωματιδίων της κβαντομηχανικής, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η κυκλική κίνηση διευκολύνεται ακόμα περισσότερο από την διάταξη τριγώνου που έχουν τα κουάρκ μέσα στον πυρήνα, καθώς το ένα κατεβαίνει και δύο ανεβαίνουν, ή αντίθετα, όλα παράλληλα το ένα προς το άλλο.
Ως ένα μη ορθογώνιο τρίγωνο, όπου το ηλεκτρικό φορτίο ανεβοκατεβαίνει κυκλικά. Αρκεί να το φανταστούμε όχι στον δισδιάστατο χώρο των απεικονίσεων στο χαρτί, αλλά σε ένα πραγματικό τρισδιάστατο χώρο, δηλαδή μία σφαίρα. Σημαίνει επίσης αυτό ότι εκείνο, που τόσο καιρό υποψιαζόμαστε και ανιχνεύουμε αλλά όχι με πλήρη σιγουριά, ότι δηλαδή το μαγνητικό πεδίο φέρει ηλεκτρικό φορτίο, είναι πράγματι έτσι. Αφού πια φαίνεται καθαρά ότι μόνο το ηλεκτρικό φορτίο υπάρχει στο σύμπαν, δηλαδή ηλεκτρισμός, δηλαδή μόνο ευθύγραμμη ηλεκτρική κίνηση. Η δε μαγνητική κυκλική κίνηση ανοιχτή (βαρυτική), ή κλειστή, προκύπτει απλώς σαν αποτέλεσμα των διαφορετικών κατευθύνσεων των ευθύγραμμων ηλεκτρικών δυνάμεων (ή κινήσεων). Όλα τα σωματίδια ύλης (φερμιόνια) ή ενέργειας (μποζόνια), που μέχρι σήμερα γνωρίζουμε από την εποχή της δημιουργίας του σύμπαντος, βάσει της κυρίαρχης θεωρίας σήμερα της μεγάλης έκρηξης, ή όποιας άλλης, κινούνται ευθύγραμμα. Και αυτό το ευθύγραμμα εμείς το ονομάσαμε ηλεκτρισμό.
Η ευθεία γεννά τον κύκλο μέσω της κατεύθυνσης της κίνησης, δηλαδή της αντίθετης παράλληλης κίνησης. Είναι πράγματι εντυπωσιακό. Αρκεί βέβαια να αποδομήσουμε την σκέψη μας από τον παλιό τρόπο σκέψης και να πάμε στον ακόμη πιο παλιό, τότε που η κίνηση ήταν πρωταγωνίστρια του κόσμου της γνώσης, και δεν είχε αποκοπεί ακόμα από την δύναμή της, ως δύο τάχα ημιανεξάρτητα, άσχετα-σχετικά μεταξύ τους φαινόμενα.
Έτσι, το απλούστερο ερώτημα που δεν μπορούσαμε να θέσουμε, γιατί δεν είχαμε υποπτευθεί την απάντησή του, αναδύεται τώρα από μόνο του. Τι είναι ο μαγνήτης; Τι δημιουργεί το φαινόμενο του μαγνήτη, την έλξη; Οι αντίθετης κατεύθυνσης κινήσεις. Είναι τότε που ο ηλεκτρισμός γίνεται ελκτικός, γίνεται (+). Ενώ στις ίδιας κατεύθυνσης κινήσεις ο ηλεκτρισμός γίνεται απωστικός (-). Και ουδέποτε είναι πραγματικά ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Γιατί αυτό που πρέπει να ρωτήσουμε είναι: “τι είναι έλξη”, και πώς επιτυγχάνεται αυτή. Και τούτο γιατί έλξη είναι το τελικό αποτέλεσμα, σε ένα φαινόμενο που έχει προηγηθεί ο πηγαιμός μέχρι το σώμα. Η έλξη είναι η επιστροφή και μόνο. Το λάσο του καουμπόη και ο γάντζος του πειρατή πρώτα πάνε, και μετά έρχονται. Και, επιπλέον, όταν φτάσουν χρειάζεται υποχρεωτικά να συλλάβουν, να αιχμαλωτίσουν το σώμα για να το επιστρέψουν επάνω τους. Με άλλα λόγια, ακόμα πιο καθαρά, να το στρίψουν. Εδώ παίζεται το παιχνίδι. Το φαινόμενο της στροφής χρειάζεται την πιο απαιτητική μας φιλοσόφηση. Πόσο μάλλον, εάν σκεφτούμε ότι το ηλεκτρομαγνητικό κύμα, το βαρυτικό, που ξεκινάει από την γη για να πάει να συλλάβει και να επιστρέψει ένα σώμα, δεν έχει μυαλό σαν τον καουμπόη και τον πειρατή για να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Στροφή σημαίνει ελλογικότητα και μόνο. Την έλξη, την επιστροφή, η άλογη φύση την επιτυγχάνει ακριβώς άλογα, με τα αντίθετης κατεύθυνσης κουάρκ μέσα στο πρωτόνιο και το νετρόνιο.
Εξάλλου, αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο μόνος τρόπος να μην υπάρχει μόνο μία κατεύθυνση, μόνο επάνω ή μόνο κάτω, είναι να υπάρχει και επάνω και κάτω. Και αυτό μπορεί να το επιτύχει μόνο ο κύκλος. Το διαρκές εναλλασσόμενο από το επάνω στο κάτω.
Η Γη, ως ένα τεράστιο πρωτόνιο και αυτή (ή άπειρα μικρά), μας φαίνεται ακίνητη, “σε κατάσταση ηρεμίας”, γιατί οι κινήσεις της είναι κυκλικές, όπως του νετρονίου και του πρωτονίου.
Ένα άλλο, εξίσου σημαντικό και απροσδόκητο διαπίστωμα, στο οποίο μας οδηγούν τα κουάρκ και η κατεύθυνση της κίνησής τους, είναι τούτο εδώ το ερώτημα: γιατί οι βαρυτικές δυνάμεις είναι πάντα ελκτικές; Ή αλλιώς, βοηθητικά: υπάρχει Βόρειος και Νότιος πόλος στο σύμπαν; Και, μάλιστα, καθ’ οιονδήποτε τρόπο κι αν υποθέτουμε και φανταζόμαστε το σύμπαν και την θέση μας μέσα σε αυτό, ως κλειστό, ως ανοιχτό, ως κανονική ή ανεστραμμένη σέλα.
Πράγματι, υπάρχει κατεύθυνση, υπερσαφής μάλιστα, μέσα στο σύμπαν. Υπάρχει άνω και κάτω. Υπάρχει, δηλαδή, κίνηση προς τα επάνω και κίνηση προς τα κάτω. Και το επιβάλλουν αυτό τα κουάρκ άνω και κάτω. Το επιβάλλει η φύση της κίνησής τους. Αφού τα κουάρκ επάνω, ή κόκκινα όπως λέγονται, έχουν πάντα κατεύθυνση προς τα επάνω, και τα κουάρκ κάτω, ή μπλε, πάντα κατεύθυνση προς τα κάτω, τότε ο κόσμος έχει επάνω και κάτω. Τότε η κίνηση μας προσφέρει τον προσανατολισμό από μόνη της. Οι Ευκλείδειες διαστάσεις είναι πολύ πιο σημαντικές από ό,τι τελικά νομίσαμε. Ο Βορράς και ο Νότος, που θεωρήσαμε ότι υπάρχουν μόνο στην Γη, υπάρχουν ως είδη και στην ίδια, φυσικά, κατεύθυνση σε όλο το σύμπαν. Το επιβάλλουν τα αντίθετα κόκκινα και μπλε κουάρκ, με τις κινητικές κατευθύνσεις τους. Αφού, λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγματα, αυτό σημαίνει ότι ένας Νότιος πόλος δεν μπορεί να συναντηθεί ποτέ με έναν άλλο Νότιο, παρά υποχρεωτικά με έναν Βόρειο. Και, έτσι, θα είναι πάντα ελκτικοί μεταξύ τους. Γι’ αυτό ακριβώς η βαρύτητα, όχι μόνον είναι ελκτική στο σύνολό της, στα μέρη (άστρα), στα συστήματα και κομμάτια της, αλλά δεν μπορεί να είναι απωστική ποτέ. Το θετικό, το (+), ανήκει στην επάνω κίνηση, στα κουάρκ επάνω, στο ηλεκτρικό φορτίο με κίνηση προς τα επάνω, και το αρνητικό, το (-), ανήκει στην κάτω κίνηση, στα μπλε κουάρκ κάτω, στο ηλεκτρικό φορτίο με κίνηση προς τα κάτω.
Και, αφού ορίστηκαν από την κατεύθυνση της κίνησης τα δύο σημεία του “ορίζοντα” του σύμπαντος, από την ίδια πάλι ορίζονται και τα άλλα δύο που απέμειναν. Αυτά που εμείς αποκαλούμε Ανατολή-Δύση, ή αριστερά-δεξιά, ή καλύτερα δεξιά του επάνω και δεξιά του κάτω, και αριστερά του επάνω και αριστερά του κάτω. Και τούτο, πάλι, το ορίζει η κίνηση μέσω της κατεύθυνσής της, μέσω της δύναμής της, της ποσότητας της δύναμής της, που έχουν τα κουάρκ.
Στο μεν πρωτόνιο οι δυνάμεις (κουάρκ επάνω) είναι πιο ισχυρές από τις κάτω, και, ως εκ τούτου, η κυκλική κίνηση είναι αριστερόστροφη. Και, αφού το πρωτόνιο είναι αριστερόστροφο, αριστερόστροφα θα κινεί το ηλεκτρόνιο γύρω του. Που σημαίνει, το υδρογόνο και η βαρύτητά του είναι αριστερόστροφα. Αντίθετα, αφού οι δυνάμεις στο νετρόνιο έχουν (ένα κουάρκ επάνω και δύο κάτω) δεξιόστροφη κατεύθυνση, οι κλειστές μαγνητικές δυνάμεις είναι δεξιόστροφες. Έτσι, στην συνέχεια, όταν συναντώνται πρωτόνια και νετρόνια, τόσο οι επάνω και κάτω δυνάμεις-κινήσεις τους είναι ανάλογα αντίθετες και έλκονται, όσο και οι άλλες δύο δυνάμεις τους αντίθετες, γι’ αυτό και δημιουργούν ελκτικές δυνάμεις μεταξύ τους. Η βαρυτική έλξη, δηλαδή, επιτυγχάνεται εκτός του υδρογόνου, με δύο αντίθετες συν, άλλες δύο αντίθετες δυνάμεις τουλάχιστον.
Αλλά η πιο απροσδόκητη απάντηση, που παίρνουμε μέσα από την διερεύνηση του κβαντικού μικρόκοσμου, είναι η πολυπόθητη ενοποίηση των τεσσάρων θεμελιωδών δυνάμεων της φύσης. Οι τέσσερις δυνάμεις του σύμπαντος είναι μόνο μία, ο ηλεκτρισμός. Οι δύο κινήσεις του σύμπαντος, η ευθύγραμμη και η κυκλική, είναι μόνο μία, η ευθύγραμμη. Η ευθύγραμμη ηλεκτρική. Δύο διαφορετικές, ισοταχείς, παράλληλες και αντίθετες ευθύγραμμες κινήσεις, δημιουργούν την καμπύλωση. Τον μαγνητισμό ή την βαρύτητα, ανάλογα. Πιο συγκεκριμένα, οι τρεις διαφορετικές, παράλληλες, ισοταχείς και αντίθετες κινήσεις (οι δύο αντίθετες στην μία), όπως μας δείχνει η διάταξη των κουάρκ στον πυρήνα, γεννάνε, αφενός την κυκλική (ελλειπτική) κίνηση, αφετέρου και ταυτόχρονα τις βαρυτικές, τις ισχυρές και ασθενείς πυρηνικές, τον μαγνητισμό και τον ηλεκτρομαγνητισμό. Γεννάνε το άτομο και την τάξη του. Το άτομο είναι ταυτόχρονα και οι τέσσερις δυνάμεις ενοποιημένες. Καθώς, και οι δύο κινήσεις, ευθύγραμμη και κυκλική, ενοποιημένες. Αντίθετα τώρα, η διάσπαση του ατόμου είναι η διάσπαση των τεσσάρων δυνάμεων και των δύο κινήσεών τους, και η επιστροφή στην μία αρχική δύναμη (ηλεκτρισμός) και στην μία αρχική κίνηση (ευθύγραμμη).
Δεν πρέπει, δε, να μας διαφύγει ότι η βαρύτητα είναι ένας δεύτερος, στην ουσία, κατά σειρά “κύκλος”. Ο πρώτος είναι το πρωτόνιο, και ο δεύτερος το υδρογόνο. Και, φυσικά, το μη εξελίξιμο από μόνο του νετρόνιο.
Ακόμα, είναι αναγκαίο να έχουμε κατά νου την σπουδαία διάκριση μεταξύ κεντρομόλου και βαρύτητας. Η πρώτη είναι κυκλική (ούτε καν ελλειπτική) και δεν υπάρχει στην φύση, παρά ως δικό μας ανθρώπινο μηχανικό τέχνασμα και κατασκευή. Η δεύτερη, επί της ουσίας, ανεβοκατεβαίνει ευθύγραμμα και έτσι επιτυγχάνει την ελκτική – “κυκλική” τροχιά του ευθύγραμμου ηλεκτρονίου.
Η βαρύτητα μας κατεβάζει, δεν μας κάνει κύκλους. Δεν μας στριφογυρίζει σαν την σφύρα του σφυροβόλου. Δεν μας κεντρομολεί. Κάνει ό,τι κάνουν τα κουάρκ που ανεβοκατεβαίνουν. Βαρύτητα είναι τα κουάρκ. Η διπλή, αντίθετη, ευθύγραμμη, πάνω-κάτω, κίνηση των κουάρκ.

Αν, δε τώρα, το στοχαστούμε όλο αυτό από απόσταση και από το υψίπεδο της φιλοσοφίας και της φυσικής συμφιλιωμένων και ενοποιημένων, θα καταλάβουμε αμέσως ότι ο κύκλος χρειάζεται βούληση. Έστω στοιχειώδη. Τίποτα δεν στρίβει από μόνο του, εκτός αν το αναγκάσει μία άλλη δύναμη έξω από αυτό. Ο άνθρωπος στρίβει μόνος του, το ηλεκτρόνιο ποτέ. Και ό,τι αλλάζει κατεύθυνση κίνησης, αλλάζει υποχρεωτικά και την ταχύτητά του, έστω προσωρινά.